- τριχίνῃ
- τρίχινοςof hairfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριχίνη — Γένος νηματωδών σκουληκιών. Είναι παράσιτα του λεπτού εντέρου του ανθρώπου και πολλών θηλαστικών όπως ο χοίρος, το σκυλί, η γάτα, η αρκούδα. Η θηλυκή τ. κολλά με το τριχωτό της κεφάλι στο τοίχωμα του εντέρου και εκεί γεννά 200 1.500 ζωντανά νεαρά … Dictionary of Greek
τριχίνη — τρίχινος of hair fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχινικός — ή ό, Ν [τριχίνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριχίνη … Dictionary of Greek
τριχινοειδής — ές, Ν όμοιος με τριχίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριχίνη + ειδής*] … Dictionary of Greek
τριχινώδης — ες, Ν [τριχίνη] 1. όμοιος με τριχίνη 2. γεμάτος από τριχινες … Dictionary of Greek
triquina — (Del gr. trikhine, semejante a un pelo.) ► sustantivo femenino ZOOLOGÍA Gusano parásito de las personas, cerdo y otros mamíferos que en estado adulto vive en el intestino de estos animales y en estado larvario se enquista en sus músculos.… … Enciclopedia Universal
ελμινθίαση — Παρασιτική μόλυνση του οργανισμού από έλμινθες (βλ. λ.), δηλαδή σκουλήκια που ανήκουν στην τάξη των τρηματωδών, των κεστωδών, των νηματωδών και των ακανθοκεφάλων. Στον άνθρωπο μπορεί το σκουλήκι να βρίσκεται είτε με τη μορφή τέλειου σκουληκιού… … Dictionary of Greek
πινέλο — το, Ν 1. εργαλείο για τη βαφή διαφόρων επιφανειών, που αποτελείται από λαβή και τρίχινη βούρτσα 2. ο χρωστήρας τών ζωγράφων 3. βούρτσα για να απλώνεται η σαπουνάδα στο πρόσωπο πριν από το ξύρισμα 4. βούρτσα που χρησιμοποιείται για την επάλειψη… … Dictionary of Greek
σελμίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ὁρμιὰ τριχίνη» β) «τὰ ἰκρία». [ΕΤΥΜΟΛ. < σέλμα + επίθημα ίς, ίδος, παρ ότι το πρώτο ερμήνευμα τού τ. γεννά προβλήματα] … Dictionary of Greek
τριχίνωση — η, Ν ιατρ. τριχινίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichinosis < trichina (βλ. λ. τριχίνη) + osis (< κατάλ. ωσις < ρ. σε όω, ῶ). Η λ., στον λόγιο τ. τριχίνωσις, μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek